- απραξία
- ηαργία, αδράνεια, έλλειψη εμπορικής κίνησης: Μεγάλη απραξία στην αγορά τις μέρες αυτές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀπραξία — ἀπραξίᾱ , ἀπραξία non action fem nom/voc/acc dual ἀπραξίᾱ , ἀπραξία non action fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπραξίᾳ — ἀπραξίαι , ἀπραξία non action fem nom/voc pl ἀπραξίᾱͅ , ἀπραξία non action fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απραξία — Διαταραχή των σκόπιμων κινήσεων και πράξεων, ενώ παραμένουν ακέραιες οι κινητικές, οι αισθητικοαισθητηριακές λειτουργίες και η νόηση. Η α. εμφανίζεται σε περιπτώσεις που προσβάλλονται διάφορες περιοχές του φλοιού του εγκεφάλου. Χαρακτηριστικό… … Dictionary of Greek
ἀπραξίας — ἀπραξίᾱς , ἀπραξία non action fem acc pl ἀπραξίᾱς , ἀπραξία non action fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπραξίαι — ἀπραξία non action fem nom/voc pl ἀπραξίᾱͅ , ἀπραξία non action fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπραξίαν — ἀπραξίᾱν , ἀπραξία non action fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπραξιῶν — ἀπραξία non action fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπραξίαις — ἀπραξία non action fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλμα — η 1. (για τη θάλασσα) ηρεμία, γαλήνη 2. ψυχική ηρεμία, αταραξία 3. καταπράυνση, κατευνασμός 4. η απραξία στις αγοραπωλησίες 5. μετάπτωση σε ηρεμότερη κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. ιταλ. calma < ελλ. καῦμα «μεγάλη ζέστη που προκαλεί… … Dictionary of Greek
σχολή — Ημιορεινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 200), στην επαρχία Άνδρου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άνω Γαυρίου. * * * η, ΝΜΑ το ίδρυμα όπου παραδίδονται μαθήματα, σχολείο («Κυρηναϊκή Σχολή» φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε από τον… … Dictionary of Greek